“Το Ξίφος της Προλεάννα” του Κωνσταντίνου Ζαχαράκη

“Το Ξίφος της Προλεάννα” του Κωνσταντίνου Ζαχαράκη

Ο Στόρσιγκε αποκτά επιτέλους τα μέσα για να αντιμετωπίσει το διεφθαρμένο Ιερατείο. Τι συμβαίνει όμως όταν μια καλοκάγαθη και ηθική θεά μπλέκεται στο κεφάλι ενός κυνικού θνητού; Μέσα από τις περιπέτειες του πρώην λοχαγού ξετυλίγεται η πολυπλοκότητα της εξουσίας, της θυσίας και της διακαούς ανάγκης για εκδίκηση. Στον κόσμο αυτό κάθε απόφαση είναι μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην τιμή και την επιβίωση, στην πίστη και την αμφιβολία, στο καθήκον και την προδοσία. Όλοι θα παλέψουν με τις πιο σκοτεινές επιθυμίες και τους βαθύτερους φόβους τους προκειμένου να ανακαλύψουν ποιοι πραγματικά θέλουν να είναι. Η Αιώνια Έκλειψη πλησιάζει και η μάχη ανάμεσα στο Φεγγάρι και τον Ήλιο ξεκινάει… Εσύ ποια πλευρά θα διαλέξεις;

Πριν από λίγες ημέρες είχα την χαρά να παρευρεθώ στο Fantasy Festival που διοργανώνεται στο Εκθεσιακό Κέντρο Περιστερίου. Συνάντησα φίλους, γνώρισα συγγραφείς, έπαιξα, χάζεψα περνώντας από τους δεκάδες πάγκους και φυσικά αγόρασα βιβλία. Το ταξίδι της επιστροφής από την Αθήνα στη Λάρισα με βρήκε να ξεφυλλίζω ένα από αυτά και τελικά να ξεκινώ την ανάγνωση.

Πρόκειται για την πρόσφατη κυκλοφορία των εκδόσεων Παράξενος Ελκυστής με τίτλο Το Ξίφος της Προλεάννα. Το βιβλίο ανήκει στη λογοτεχνία της επικής φαντασίας και ο δημιουργός του είναι λάτρης των παιχνιδιών ρόλων, συνδυασμός που δεν θα μπορούσε να με αφήσει αδιάφορο. Έπρεπε οπωσδήποτε να δω το αποτέλεσμα.

Παρακάτω θα παραθέσω ορισμένες από τις σκέψεις που μου δημιουργήθηκαν καθώς διάβαζα το βιβλίο, αποφεύγοντας, ωστόσο, να αποκαλύψω καίρια σημεία της πλοκής. Φυσικά, όσα πω, φιλτράρονται μέσα από το προσωπικό πρίσμα του υποφαινόμενου, οπότε δώστε τους και την ανάλογη βαρύτητα.

Το βιβλίο είναι γραμμένο τριτοπρόσωπα και αρχίζει με τον πρωταγωνιστή μας τον Στόρσιγκε, να γίνεται κάτοχος του Ξίφους της Προλεάννα. Πρόκειται για ένα μυθικό κειμήλιο, όπου μέσα του έχει φωλιάσει μια έκφανση της θεάς του ήλιου, Λεάννα. Το γνώριμο για το είδος μοτίβο του εκλεκτού, μας δίνεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες και η περιπέτεια ξεκινά.

Πόσο λάτρεψα αυτό το γεγονός. Η περιπέτεια ξεκινά! Ο συγγραφέας δεν αναλώνεται σε επεξηγήσεις του παρελθόντος, της κοσμογονίας, του συστήματος μαγείας ή των γεγονότων που μας έχουν οδηγήσει ως εδώ. Αντ’ αυτού επικεντρώνεται στους χαρακτήρες και την πλοκή.

Ένας διεφθαρμένος τύραννος κρατά τα ηνία της εξουσίας και η επικράτεια μοιάζει να οδεύει προς τον χαμό. Πανέμορφα! Το σενάριο έχει απλωθεί από νωρίς μπροστά στα μάτια μας και πλέον περιμένουμε την δράση. Δράση η οποία δεν αργεί να έρθει, καθώς ο Στόρσιγκε, με τη βοήθεια του Ξίφους, θα αντιμετωπίσουν αρκετούς εχθρούς στον διάβα τους.

Σταδιακά, και μέσω διαλόγων ή σκέψεων, ανακαλύπτουμε μπόλικα σημεία του παρελθόντος, τα οποία εμπλουτίζουν κι επεξηγούν τις πράξεις και τις συμπεριφορές του πρωταγωνιστή μας. Παρ’ όλα αυτά, τα συναισθήματα και οι μνήμες που εκείνος έχει αποκομίσει από τις έως τώρα εμπειρίες του, αρκούνται στο να αναλαμβάνουν τον ρόλο του μοχλού, ή αν το θέλετε καλύτερα του πηδαλίου, που τον οδηγεί σε αποφάσεις. Δεν μπαίνουν, δηλαδή, αυτά στο προσκήνιο προσπαθώντας να κλέψουν την ιστορία και να την οδηγήσουν κάπου αλλού. Ο συγγραφέας ήξερε τι ήθελε να γράψει και αυτό ακριβώς κάνει.

Ξέρω, πως για κάποιον που είπε πως θα αποφύγει να αποκαλύψει στοιχεία της πλοκής, είπα αρκετά. Οπότε θα σταματήσω εδώ όσον αφορά αυτό το κομμάτι. Θα πιάσω, λοιπόν, τα όσα με κέρδισαν διαβάζοντας το βιβλίο.

Πρώτο μου έρχεται το γεγονός πως ο συγγραφέας γνωρίζει το είδος που γράφει, τα μοτίβα του και τα στοιχεία που το απαρτίζουν. Δεν τα αρνείται, δεν φοβάται να τα κοιτάξει στα μάτια και δεν αποπειράται να τα μασκαρέψει ώστε να μοιάσουν με κάτι ανώτερο. Παρ’ όλα αυτά, βάζει στο καθένα τους τη δική του ξεχωριστή πινελιά και καταφέρνει, κατά τη γνώμη μου, να τα κάνει δικά του. Μέρος του κόσμου του.

Για παράδειγμα, ενώ ο Στόρσιγκε αναλαμβάνει τον ρόλο του εκλεκτού, (ρόλο χιλιοειπωμένο στην λογοτεχνία φαντασίας, που όταν δίνεται σωστά τον αγαπάμε κι όταν δίνεται λάθος τον μισούμε) δεν είναι ο παντοδύναμος ήρωας που θα καταφέρει να λύσει τα πάντα μέσω της μάχης. Πρόκειται, εξάλλου, για έναν βετεράνο πολέμων που διανύει την τέταρτη δεκαετία της ζωής του. Χρησιμοποιεί, λοιπόν, την εξυπνάδα του, τις εμπειρίες του και τις γνωριμίες του, εξίσου με την μαχητική του τεχνική και τα φθίνοντα φυσικά του προσόντα.

Κι εδώ, στα εν λόγο φθίνοντα φυσικά προσόντα, έρχεται ο ρόλος της θεάς Λεάννα για να τον συμπληρώσει. Εκείνη φροντίζει να του δίνει δυνάμεις, να τον γιατρεύει, να τον καθοδηγεί και να τον εμπνέει όταν χρειάζεται. Φυσικά, κι αυτό το στοιχείο μας προσφέρεται όμορφα, καθώς η μαγεία της θεάς έχει όρια (για λόγους που εξηγούνται στο βιβλίο) κι αποφεύγεται επιδέξια η μετατροπή του πρωταγωνιστή μας σε ένα κακέκτυπο του Σούπερμαν.

Έχουμε, εν τέλει, έναν ήρωα ανθρώπινο, με αδυναμίες και ψεγάδια – τόσο στον χαρακτήρα, όσο και σωματικά – που προσκαλεί τον αναγνώστη να ταυτιστεί, έως έναν βαθμό, μαζί του. Ταυτόχρονα, έχουμε και τα στοιχεία του ηρωισμού και της υπερβολής, που έχουμε αγαπήσει στο εν λόγω είδος.

Πέρα από αυτά, ένα ακόμη κεντρικό θέμα του βιβλίου (επίσης χιλιοειπωμένο στη λογοτεχνία της φαντασίας) είναι εκείνο της επανάστασης ενάντια στον άδικο τύραννο. Για ακόμη μια φορά ο Κωνσταντίνος Ζαχαράκης έχει φροντίσει να κάνει αυτό το μοτίβο δικό του, σπάζοντας, ως το βαθμό που κάτι τέτοιο είναι εφικτό, τα στεγανά του «Ήρωας εναντίον Κακού». Χρειάζεται να πολεμήσουν και να θυσιαστούν πολλά περισσότερα άτομα πέρα από τον Στόρσιγκε για να «γυρίσει ο Ήλιος». Τελικά, η νίκη που επέρχεται, δεν είναι μονάχα του εκλεκτού ή της θεάς, αλλά των πολλών.

Αρκετά εκθείασα το βιβλίο, όμως. Έφτασε η ώρα να αναφέρω και κάποια αρνητικά.

Αρχικά πρέπει να πω, πως με ξένισε αρκετά το γεγονός ότι στο βιβλίο δεν υπάρχει λίστα κεφαλαίων. Εφόσον ο συγγραφέας έχει καταπιαστεί με το να ονοματίσει το καθένα τους ξεχωριστά (και εύστοχα κατά την γνώμη μου), θεωρώ πως θα έπρεπε. Φυσικά, αυτό είναι θέμα των εκδόσεων και πιστεύω πως στην πιθανή επανέκδοση θα διορθωθεί.

Έπειτα, ως λιιιιίγο μεγαλύτερος, θα αναφέρω το ζήτημα της τραχιάς γλώσσας και των βρισιών. Αλλοίμονο αν είχα πρόβλημα όταν αυτές φωλιάζουν στα λόγια και στις σκέψεις των χαρακτήρων. Εκεί είναι απολύτως θεμιτές και καταφέρνουν, μάλιστα, να ντύσουν πολύ εύστοχα με νόημα και συναίσθημα τις λέξεις που περιστοιχίζουν. Ωστόσο, όταν βρίσκουν τρόπο να «λερώσουν» την αφήγηση, εμένα, με ξενίζουν κι αισθάνομαι πως υποβαθμίζουν το σύνολο του κειμένου. Βέβαια, ίσως το γούστο μου, κι ο τρόπος που αναζητώ την «ομορφιά» στη λογοτεχνία, να είναι λιγάκι παλιομοδίτικος.

Τέλος, στα αρνητικά πρέπει να εντάξω το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Όχι επειδή δεν είναι όμορφα ή εύγλωττα. Το αντίθετο! Οφείλω να τα εντάξω για το γεγονός πως είναι ελαφρώς παραπλανητικά. Και τα δύο, παραπέμπουν σε μια ιστορία δοσμένη ισόποσα. Σε μια ιστορία όπου ίσως να μην υπάρχει καλός ή κακός (χαρακτηριστικά το οπισθόφυλλο κλείνει με την φράση «Εσύ ποια πλευρά θα διαλέξεις;»). Μέσα στις σελίδες του βιβλίου, όμως, μας δίνεται η οπτική της μίας μόνο πλευράς (μόνο σε ελάχιστες σελίδες διαβάζουμε την υπόθεση από την μεριά του «κακού» μας). Επίσης μας δίνεται και μια ξεκάθαρη εικόνα για τον ρόλο, τον χαρακτήρα και την ηθική των δύο θεοτήτων, που δεν επιτρέπει παρερμηνείες.

Αυτά είχα να γράψω για το βιβλίο Το Ξίφος της Προλεάννα.

Ωστόσο, θα το πρότεινα σε ένα φίλο;

Ανεπιφύλακτα ναι! Δεδομένου πως ο φίλος αυτός αρέσκεται σε αναγνώσματα επικής φαντασίας, σίγουρα ναι! Ιδιαιτέρως αν πρόκειται για άτομο που ασχολείται με παιχνίδια ρόλων και θέλει κάποια στιγμή να γράψει, τότε δέκα φορές ναι! Έχω ήδη σκεφτεί, μάλιστα, σε ποιον θα το κάνω δώρο. Ο Κων/νος έγραψε αυτό που θα ήθελε να διαβάζει, πράγμα που γίνεται έκδηλο από το κείμενο, κι αυτό πιστεύω πως βγαίνει στον αναγνώστη. Κατάφερε, επίσης, να μας δώσει μια ιστορία απαλλαγμένη από την φορεσιά του Game Master, κρατώντας αρκετά από τα θετικά της χρόνιας ενασχόλησής του με παιχνίδια ρόλων.

Κλείνοντας, θα πω ένα μεγάλο «Μπράβο!» στον συγγραφέα για το αποτέλεσμα. Περιμένω να διαβάσω τα επόμενα έργα του, και  κάτι μέσα μου μού λέει, πως όσο εκείνος ωριμάζει, θα μου αρέσουν ακόμη περισσότερο.